- κινδυνεύοντες
- κινδῡνεύοντες , κινδυνεύωto be daringpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
бѣдьновати — БѢДЬН|ОВАТИ (1*), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Бедствовать: аще бо бес притча таци и толици добродѣтелью. то како не ˫авилисѩ быша добрѣиши. с притчею бѣднующе. (κινδυνεύοντες) ГБ XIV, 132в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συσσώζω — Α 1. διασώζω από κοινού («συσσώσειν έμέ πάσαις τέχναις», Αριστοφ.) 2. διαφυλάσσω («κινδυνεύοντες ξυνεσώσαμεν ὑμᾱς», Θουκ.) 3. διατηρώ («εἰ... δασύτητας καὶ ψιλότητας δύναιτο συσσῴζειν», Πολ.) … Dictionary of Greek